- ἀμφικοίλους
- ἀμφίκοιλοςhollowed on both sidesmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιολόδους — Ερπετό της οικογένειας των τελεοσαυριδών, που έζησε κατά την άνω ιουράσιο περίοδο με βάση το τριασικό σύστημα χρονολόγησης και βρέθηκε το 1812 κλεισμένο στον λιθογραφικό σχιστόλιθο του Δέτιγκ, στην περιοχή του Μονχάιμ. Το μήκος του είναι 1 μ. (η… … Dictionary of Greek
αρχαιοπτέρυγα — Γένος πτηνών που έχει εκλείψει και ανήκει στην ομάδα των αρχαιορνίθων. Οι α. παρουσιάζουν αρκετούς χαρακτήρες ερπετών: κρανίο πτηνού, σιαγόνες εφοδιασμένες με δόντια, σκελετό με αδύνατες πλευρές, χωρίς πλευρικά άγκιστρα. Η σπονδυλική στήλη τους… … Dictionary of Greek
αμφίκοιλος — η, ο αυτός που κι από τις δυο πλευρές είναι κοίλος: Οι μύωπες φορούν γυαλιά με αμφίκοιλους φακούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)